- κυνο-ραιστής
κυνο-ραιστής, ὁ, att. κυνοῤῥαιστής, Hundeverderber, Hundelaus, 414. 17, 300; sonst κρότων, vgl. Arist. rhet. 2, 20 H. A. 5, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνο-ραιστής, ὁ, att. κυνοῤῥαιστής, Hundeverderber, Hundelaus, 414. 17, 300; sonst κρότων, vgl. Arist. rhet. 2, 20 H. A. 5, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμοραϊστής — θυμοραϊστής, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοραϊστής θάνατος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + ραϊστής (< ραίω «σπάζω, καταστρέφω»), πρβλ. κυνο ραϊστής, λυκο ραϊστής] … Dictionary of Greek