κυμβίον — κυμβίον, τὸ (Α) μικρό ποτήρι, μικρό κύπελλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίον] … Dictionary of Greek
κυμβίον — small cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμβία — κυμβίον small cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμβίοις — κυμβίον small cup neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμβίοισι — κυμβίον small cup neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμβίου — κυμβίον small cup neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμβίῳ — κυμβίον small cup neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
κυμβείον — κυμβεῑον, τὸ (Α) κυμβίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + κατάλ. εῖον] … Dictionary of Greek
κόνδυ — κόνδυ, υος, τὸ, πληθ. υα (ΑM) είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυ ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση… … Dictionary of Greek
κύμβη — (I) η (AM κύμβη) νεοελλ. ναυτ. 1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων 2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν … Dictionary of Greek