- κυαμίζω
κυαμίζω, mannbar werden, vom Mädchen, Ar. frg. 500. S. κύαμος u. κυάμιστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαμίζω, mannbar werden, vom Mädchen, Ar. frg. 500. S. κύαμος u. κυάμιστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαμίζω — (Α) [κύαμος] (για κορίτσια) βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, ενηλικιώνομαι … Dictionary of Greek
κυαμίζουσιν — κυαμίζω to be ripe for marriage pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κυαμίζω to be ripe for marriage pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμίζειν — κυαμίζω to be ripe for marriage pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek