- κυανο-βαφής
κυανο-βαφής, ές, dunkelblau gefärbt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανο-βαφής, ές, dunkelblau gefärbt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανοβαφής — κυανοβαφής, ές (Α) βαμμένος με κυανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο βαφής, πορφυρο βαφής] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek