- κυανο-ειδής
κυανο-ειδής, ές, dunkelblau oder schwarz von Ansehen; ὕδωρ Eur. Hel. 179; Arist. gen. anim. 5, 1 und Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανο-ειδής, ές, dunkelblau oder schwarz von Ansehen; ὕδωρ Eur. Hel. 179; Arist. gen. anim. 5, 1 und Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κυανοειδής — κυανοειδής, ές (Α) αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, γαλαζόμαυρος («στολή κυανοειδής», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek