- γυμνητικός
γυμνητικός, zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνητικός, zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνητικός — γυμνητικός, ή, όν (Α) [γυμνής] 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τό γυμνητικόν η γυμνητεία … Dictionary of Greek
γυμνητικόν — γυμνητικός of masc acc sg γυμνητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνητικοῖς — γυμνητικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)