- γυμνο-πόδης
γυμνο-πόδης, ὁ, nackt-, barfüßig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνο-πόδης, ὁ, nackt-, barfüßig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβροπόδης — λαβροπόδης, ὁ (Α) αυτός που επέρχεται ορμητικά, ορμητικός («λαβροπόδης χείμαρρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνο πόδης, ξυλο πόδης] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
χωλοπόδης — και χωλοιπόδης, ὁ, Μ χωλόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνο πόδης] … Dictionary of Greek