κυμβαλῖτις

κυμβαλῖτις

κυμβαλῖτις, ιδος, ἡ, Pflanze, = κυμβάλιον, Gal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυμβαλίτις — κυμβαλῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) το φυτό κοτυληδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. ίτις (πρβλ. ηπατ ίτις, ριν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • κύμβαλο — Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα,… …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλίτιδι — κυμβαλί̱τιδι , κυμβαλῖτις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”