- κυν-αμολγός
κυν-αμολγός, Hunde melkend, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-αμολγός, Hunde melkend, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek