- κυμβαλιστής
κυμβαλιστής, ὁ, der Cymbelschläger, -spieler, D. Cass. 50, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυμβαλιστής, ὁ, der Cymbelschläger, -spieler, D. Cass. 50, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυμβαλιστής — ο, θηλ. κυμβαλίστρια (Α κυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) [κυμβαλίζω] αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου … Dictionary of Greek
κυμβαλιστῶν — κυμβαλιστής player upon cymbals masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμβαλίστρια — η (Α κυμβαλίστρια) βλ. κυμβαλιστής … Dictionary of Greek
κυμβαλοκρούστης — κυμβαλοκρούστης, ὁ (Α) κυμβαλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κρούστης (< κρούω)] … Dictionary of Greek