γυναι-μανής

γυναι-μανής

γυναι-μανής, = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυμανής — ἡδυμανής, ές (Α) ο γεμάτος γλυκιά μανία, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, ερω μανής, θεο μανής)] …   Dictionary of Greek

  • θεατρομανής — ές (Α θεατρομανής, ές) αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής. ερω μανής, ζηλο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ζηλομανής — ζηλομανής, ές (Α) ο μανιώδης από ζηλοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιομανής — ἡλιομανής, ὲς (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που αγαπά τον ήλιο μέχρι τρέλας, ο τρελός για τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μανης (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, οινο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ημιμανής — ἡμιμανής, ές (Α) 1. μισότρελος 2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, εκ μανής] …   Dictionary of Greek

  • θεομανής — ές (Α θεομανής, ές) αυτός που έγινε μανιακός, παράφρων από θεό, ο δαιμονισμένος («θεομανεῖ λύσση» με μανία που στάλθηκε από τους θεούς, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάνην), πρβλ. γυναι μανής,… …   Dictionary of Greek

  • θηλυμανής — ές (ΑΜ θηλυμανής, ές) (για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες αρχ. αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μανής (< ε μάνην, παθ. αόρ. β τού μαίνομαι), πρβλ. γυναι… …   Dictionary of Greek

  • θρησκομανής — ές θρησκόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] …   Dictionary of Greek

  • θυρσομανής — θυρσομανής, ές (Α) (ως επίθ. τού Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ναρκο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”