- γυναικήϊος
γυναικήϊος, ΐη, ϊον, Her., = γυναικεῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικήϊος, ΐη, ϊον, Her., = γυναικεῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… … Dictionary of Greek