- γυναικο-μανής
γυναικο-μανής, ές, weibertoll, in Weiber verliebt, = φιλόγυνος, Ath. XI, 464 d; φλόξ Mel. 3; Gall. 1 (V, 49); Luc. Alex. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικο-μανής, ές, weibertoll, in Weiber verliebt, = φιλόγυνος, Ath. XI, 464 d; φλόξ Mel. 3; Gall. 1 (V, 49); Luc. Alex. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδομανής — παιδομανής, ές (Α) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά μανιωδώς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδομανής ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανής] … Dictionary of Greek
μητρομανία — η (Α μητρομανία) παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία] … Dictionary of Greek
χρηματομανία — ἡ, Μ μανιώδης αγάπη για τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία, ἱππο μανία] … Dictionary of Greek