- γυναικο-μανία
γυναικο-μανία, ἡ, unsinnige Liebe zu Weibern, Chrysipp. bei Ath. XI, 464 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικο-μανία, ἡ, unsinnige Liebe zu Weibern, Chrysipp. bei Ath. XI, 464 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρηματομανία — ἡ, Μ μανιώδης αγάπη για τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία, ἱππο μανία] … Dictionary of Greek
μητρομανία — η (Α μητρομανία) παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία] … Dictionary of Greek