- γυναικο-φυής
γυναικο-φυής, ές, von Weibernatur, Empedocl. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικο-φυής, ές, von Weibernatur, Empedocl. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευροφυής — ές, Μ (για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά τού Αδάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικο φυής, πετρο φυής] … Dictionary of Greek