γυναικεῖος

γυναικεῖος

γυναικεῖος, auch 2 End., Aesch. Ch. 878; Eur. Andr. 956 I. A. 233, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge, Od. 11, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; στρατός Pind. Ol. 13, 86; ἐκ γυναικείας χερὸς ἀπώλετο Ar. Ran. 1143; δόλος, ἐσϑής, ἔργα, Her. 1, 91. 4, 146. 114; πένϑος Archil. 48; γένος Plat. Rep. X, 620 a; κόσμος II, 373 c; ἱμάτια Xen. Mem. 2, 7, 5; oft verächtlich, γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Plat. Rep. V, 469 d; μάϑημα Alc. I, 126 e; δρᾶμα Ar. Th. 151; vgl. Pol. 2, 4, 8. 10, 4, 7; ἐπὶ φαύλῳ καὶ γυναικείῳ πράγματι Luc. sa lt. 1; – ϑεὰ γυναικεία, bona dea der Römer, Plut. Cic. 19 Caes. 9; – τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube, Sp.; ἡ γυναικηΐη Her. 5, 20; τὰ γυν., die monatliche Reinigung, Hippocr. Arist. – Adv. γυναικείως, z. B. πικραίνομαι Plat. Legg. V, 731 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γυναικείος — γυναικείος, α, ο και γυναίκειος, εια, ειο αυτός που ανήκει ή έχει σχέση ή ταιριάζει σε γυναίκα: Άνοιξα ένα μαγαζί με γυναικεία είδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικεῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκειος — α, ο βλ. γυναικείος …   Dictionary of Greek

  • γυναικεῖον — γυναικεῖος of masc acc sg γυναικεῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικίσιος, -ια, -ιο — γυναικείος: Γυναικίσια συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖαι — γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖοι — γυναικεῖος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”