- γυναικό-μῑμος
γυναικό-μῑμος, Weiber nachahmend, weibisch, ὑπτίασμα χερῶν Aesch. Prom. 1005; στολή Eur. Bacch. 980; ἔσϑημα Soph. frg. 706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικό-μῑμος, Weiber nachahmend, weibisch, ὑπτίασμα χερῶν Aesch. Prom. 1005; στολή Eur. Bacch. 980; ἔσϑημα Soph. frg. 706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμιμος — θεόμιμος, ον (Α) αυτός που μιμείται θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μιμος (< μίμος), πρβλ. γυναικό μιμος, παντό μιμος] … Dictionary of Greek