- γυναικό-μορφος
γυναικό-μορφος, von weibischer Gestalt, Eur. Bacch. 855; Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικό-μορφος, von weibischer Gestalt, Eur. Bacch. 855; Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενταυρόμορφος — κενταυρόμορφος, ον (Α) (για τη μονοφυσιτική δοξασία) αυτός που έχει μορφή κενταύρου, αυτός που συνδυάζει δύο ατελείς υπάρξεις σε ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ζωό μορφος] … Dictionary of Greek
φωτόμορφος — ον, Μ αυτός που έχει μορφή φωτός, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ἱππό μορφος] … Dictionary of Greek
χαριτόμορφος — η, ο, Ν αυτός που έχει χαριτωμένη μορφή, όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ἱππό μορφος) … Dictionary of Greek
χλοόμορφος — ον, Α όμοιος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + μορφος (< μορφή), πρβλ. ἀνθρωπό μορφος, γυναικό μορφος] … Dictionary of Greek
σωματόμορφος — ον, Μ με μορφή σωματική («οἱ σωματόμορφον τὸν Θεὸν δογματίσαντες», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος] … Dictionary of Greek