γυναικωνίτης

γυναικωνίτης

γυναικωνίτης, , sc. οἶκος, dasselbe, Poll. 1, 79.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γυναικωνίτης — Ο ιδιαίτερος χώρος του σπιτιού που προοριζόταν παλαιότερα για τη διαμονή των γυναικών και, αργότερα, ο ιδιαίτερος για τις γυναίκες χώρος των χριστιανικών ναών. Η συνήθεια της απομόνωσης των γυναικών σε ιδιαίτερο χώρο ή σε μία πτέρυγα της… …   Dictionary of Greek

  • γυναικωνίτης — ο 1. χώρος στα τουρκικά σπίτια όπου κατοικούσαν οι γυναίκες. 2. οι γυναίκες που κατοικούσαν στο γυναικωνίτη, το χαρέμι. 3. ιδιαίτερος χώρος στους χριστιανικούς ναούς απ όπου παρακολουθούν οι γυναίκες τη λειτουργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Oikos — This article is about ancient Greek households. For the ecology journal, see Oikos. For the international sustainability oriented student association, see Oikos International. For the Byzantine hymn, see Kontakion. For the town in Cyprus, see… …   Wikipedia

  • Gynaeconitis — In ancient Greece, the gynaeconitis (Greek: γυναικωνίτης) was theportion of a house reserved for women, generally the innermost apartment; women s quarters.The women s quarters of the home were called gynaikeions. Here, the married woman of the… …   Wikipedia

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυναικίτης — ο (Μ γυναικίτης) γυναικωνίτης …   Dictionary of Greek

  • γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • γυναικώνας — ο (AM γυναικών) ο γυναικωνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + ων, επίθημα χαρακτηριστικό ονομάτων που δηλώνουν τόπο (πρβλ. ανδρών, αφεδρών, βοών)] …   Dictionary of Greek

  • γυναιτίκι — το ο γυναικωνίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”