- γυμνασι-άρχης
γυμνασι-άρχης, ὁ, = folgdm, in einem Gesetz, Aesch. 1, 12 (τοῖς Ἑρμαίοις), u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνασι-άρχης, ὁ, = folgdm, in einem Gesetz, Aesch. 1, 12 (τοῖς Ἑρμαίοις), u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] … Dictionary of Greek
ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… … Dictionary of Greek
ιππάρχης — ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α) ίππαρχος* («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῑς προειρημένοις καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιστάρχης — ἱστάρχης, ὁ (Α) ο ιστωνάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
ιστωνάρχης — ἱστωνάρχης, ὁ (Α) ο επόπτης τών υφαντουργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστών + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
καταστηματάρχης — ο ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, τος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
κλειδάρχης — κλειδάρχης, ὁ (Α) (για τον άγιο Πέτρο) αυτός που κρατά τα κλειδιά τού παραδείσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, σχολ άρχης] … Dictionary of Greek