- κυβεών
κυβεών, ῶνος, ὁ, = κυβεῖον, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβεών, ῶνος, ὁ, = κυβεῖον, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβεών — κυβεών, ῶνος, ὁ (Μ) [κύβος] το κυβευτήριον* … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek