κυβεύτρια

κυβεύτρια

κυβεύτρια, , fem. zu κυβευτής, Poll. 7, 203.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυβευτής — ο, θηλ. κυβεύτρια (Α κυβευτής) [κυβεύω] αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι κυβευτής, καὶ ὁ λωποδύτης, καὶ ὁ λῃστής τῶν ἀνελευθέρων εἰσί», Αριστοτ.) νεοελλ. αυτός που παίζει στο χρηματιστήριο με αθέμιτα μέσα αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κυβευταί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”