- κυβευτήριον
κυβευτήριον, τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβευτήριον, τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβευτήριον — κυβευτήριον, τὸ (Α) [κυβεύω] τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
κυβευτήριον — gambling house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβευτήρια — κυβευτήριον gambling house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβεών — κυβεών, ῶνος, ὁ (Μ) [κύβος] το κυβευτήριον* … Dictionary of Greek
σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek