- προ-βιόω
προ-βιόω (s. βιόω), vorher leben; πράττειν ἄξιόν τι τῶν προβεβιωμένων, Pol. 11, 2, 9, des frühern Lebens; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βιόω (s. βιόω), vorher leben; πράττειν ἄξιόν τι τῶν προβεβιωμένων, Pol. 11, 2, 9, des frühern Lebens; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβεβιωμένα — πρό βιόω live perf part mp neut nom/voc/acc pl προβεβιωμένᾱ , πρό βιόω live perf part mp fem nom/voc/acc dual προβεβιωμένᾱ , πρό βιόω live perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβιωμένων — πρό βιόω live perf part mp fem gen pl πρό βιόω live perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβίωκε — πρό βιόω live perf imperat act 2nd sg πρό βιόω live perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβίωκεν — πρό βιόω live perf ind act 3rd sg πρό βιόω live plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβιωκέναι — πρό βιόω live perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβιωκότας — πρό βιόω live perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβιωκότων — πρό βιόω live perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβιωμένοις — πρό βιόω live perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβιωμένους — πρό βιόω live perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβιώκασιν — προβεβιώκᾱσιν , πρό βιόω live perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεβεβιώκει — πρό βιόω live plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)