- κυβερνήτειρα
κυβερνήτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβερνήτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβερνήτειρα — κυβερνήτειρα, ἡ (Α) βλ. κυβερνητήρ … Dictionary of Greek
κυβερνήτειρα — κῡβερνήτειρα , κυβερνήτειρα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) … Dictionary of Greek
κυβερνήτειραν — κῡβερνήτειραν , κυβερνήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)