κυανό-θριξ

κυανό-θριξ

κυανό-θριξ, τριχος, mit dunklem Haare; Orph. Arg. 1192; χαίτη Antiphil. 6 (VI, 250).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειόθριξ — ο 1. (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο τρίχωμα, λεία κόμη, λειόκομος 2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας timaliidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + θριξ (< θρίξ, τριχός «τρίχα»), πρβλ. κυανό θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. με… …   Dictionary of Greek

  • λειψόθριξ — λειψόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του 2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ, λευκό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόθριξ — μεγαλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θριξ, τριχός (πρβλ. κυανό θριξ, χρυσό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • ξανθόθριξ — ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης 2. (για ίππο) καστανόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ, κυανό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψαφαρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώο) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαφαρός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • ωμόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, ἄγρια τρίχα («χέλυδρος πυρσὸν ὠμόθριξ βαρὺν... φλέξας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • ψεδνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει αραιά μαλλιά ή ο φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. κυανό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • λυσίτριχος — λυσίτριχος, ον (Μ) λυσίθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό τριχος, λευκό τριχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”