- κυανό-χροος
κυανό-χροος, dunkel-, schwarzfarbig; κυμάτων ῥόϑια Eur. Hel. 1518; λάμνης ἑρπετά Opp. Hal. 2, 599.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανό-χροος, dunkel-, schwarzfarbig; κυμάτων ῥόϑια Eur. Hel. 1518; λάμνης ἑρπετά Opp. Hal. 2, 599.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχνιταρόχρους — λυχνιταρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού λυχνιταρίου, τού λυχνίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυχνιτάρι + χρους (< χρώς, χρωτός και χροός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek