κυδωνίτης

κυδωνίτης

κυδωνίτης οἶνος, ὁ, Quittenwein, Pallad. 11, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυδωνίτης — κυδωνίτης, ὁ (Α) φρ. «κυδωνίτης οἶνος» οίνος που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + ίτης, κατάλ. που απαντά συχνά σε ονομασίες οίνων (πρβλ. αιματ ίτης, φοινικ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • Κυδωνίτης — quince masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυδωνίτου — Κυδωνίτης quince masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”