κυαν-ωπός

κυαν-ωπός

κυαν-ωπός, dasselbe, u. übh. von schwarzem Ansehn, p. bei Stob. fl. 64, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ιλαρώπις — ἱλαρῶπις, ώπιδος ἡ (Α) αυτή που έχει χαρούμενη όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ωπις (< ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, κυαν ώπις] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρώπις — μαρμαρῶπις, ιδος, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που με ένα βλέμμα μεταβάλλει κάτι σε μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι»), πρβλ. γλαυκ ώπις, κυαν ώπις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”