ζυγίς

ζυγίς

ζυγίς, ίδος, ἡ, serpyllium silvestre, Ath. XV, 681 f; Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίς — η (Α ζυγίς, ίδος) [ζυγόν] νεοελλ. 1. είδος τού φυτού θύμος 2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη τού θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη τού ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίδα — ζυγίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιζυγίς — ἐπιζυγίς, ἡ (Α) 1. σιδερένια περόνη με την οποία στερέωναν τη νευρά τού καταπέλτη ή τού πετροβόλου 2. δοκός σταυρωτά τοποθετημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζυγίς (< ζυγός)] …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • καταζυγίς — καταζυγίς, ἡ (Α) 1. σιδερένια συνδετική ράβδος σε καταπέλτη 2. φρ. ως επίθ. «λίθοι καταζυγιδες» λίθοι συνδετικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζυγίς «συνδετική ράβδος, τραβέρσα» (< ζυγόν)] …   Dictionary of Greek

  • ζύγ' — ζυγά̱ , ζυγή pair fem nom/voc/acc dual ζυγά̱ , ζυγή pair fem nom/voc sg (doric aeolic) ζυγαί , ζυγή pair fem nom/voc pl ζυγί , ζυγίς fem voc sg ζυγά , ζυγόν yoke neut nom/voc/acc pl ζυγέ , ζυγόν yoke masc voc sg ζυγέ , ζυγός yoke masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”