ζυγάς

ζυγάς

ζυγάς, άδος, ἡ, ein Paar, 80.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγάς — ζυγάς, ἡ (AM) ζεύγος αρχ. μτφ. ένωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ζυγ ) τού ρ. ζεύγνυμι* (πρβλ. ζυγόν ζυγός)] …   Dictionary of Greek

  • ζυγάς — ζυγά̱ς , ζυγή pair fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγάδια — ζυγάδια, τὰ (Α) [ζυγάς] (κατά το λεξ. Σούδα) είδος υποδημάτων …   Dictionary of Greek

  • ζυγαδικός — ζυγαδικός, ή, όν (Α) [ζυγάς] συζυγικός, ο αναφερόμενος στη συζυγία άνδρα και γυναίκας …   Dictionary of Greek

  • συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”