κυκλάμῑνον

κυκλάμῑνον

κυκλάμῑνον, τό, = Folgdm, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυκλάμινον — κυκλάμινος Cyclamen graecum fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԼՕՇ — I. ( ) NBH 1 0909 Chronological Sequence: Unknown date գ. ԼՕՇ κυκλάμινον, ος cyclaminum, us; tuber, rapum terrae. որ եւ ԱՐԱՆՑ ԾԱՂԻԿ. Բոյս կամ արմտիք նման գետնախնծորոյ. ... Գաղիան. (Իսկ ռմկ. լօշ ՝ նոյն է ընդ Լաւաշ): II. ԼՕՇ 2 ( ) NBH 1 0909… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και …   Dictionary of Greek

  • συκλαμέν — το, Ν άκλ. το χρώμα τού κυκλάμινου ή το ίδιο το κυκλάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cyclamen < κυκλάμινον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”