- κυκλο-έλικτος
κυκλο-έλικτος, im Kreise sich umwälzend, umdrehend, von der Sonne, Orph. H. 7, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκλο-έλικτος, im Kreise sich umwälzend, umdrehend, von der Sonne, Orph. H. 7, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρσοέλικτος — ον, Α αυτός που συστρέφεται μέσα σε φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. κυκλο έλικτος] … Dictionary of Greek
χρυσοέλικτος — ον, Μ τυλιγμένος με χρυσό («νήματα χρυσοέλικτα», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἑλικτός (< ἑλίσσω «τυλίγω»), πρβλ. κυκλο έλικτος] … Dictionary of Greek
κυκλοέλικτος — κυκλοέλικτος, ον (Α) αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + ἑλικτός (< ἑλίσσω)] … Dictionary of Greek