κυκλο-γράφος

κυκλο-γράφος

κυκλο-γράφος, der den mythischen Cyklus behandelt, Geschichten aus den kyklischen Gedichten erzählt, Sp., vgl. Lob. Aglaoph. p. 990.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • κυκλογράφος — (I) κυκλογράφος, ον (AM) (για ποιητή) αυτός που πραγματεύεται κάποιο κύκλο μύθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + γράφος (< γράφω)]. (II) ο (ηλεκτρον.) είδος φωτοηλεκτρονικού οργάνου …   Dictionary of Greek

  • κυκλογραφώ — κυκλογραφῶ, έω (Α) 1. περιγράφω κύκλο, χαράζω σχήμα κύκλου 2. χρησιμοποιώ περιφράσεις κατά την ομιλία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + γραφῶ (< γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειογραφώ — έω, Α παθ. στοιχειογραφοῡμαι, έομαι είμαι γραμμένος στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχεῖον + γραφῶ (< γράφος*)] …   Dictionary of Greek

  • τορνογραφώ — έω, Α διαγράφω κύκλο, κάνω κυκλική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + γράφω (< γράφος < γράφω), πρβλ. γεω γραφώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”