- κυκλο-φορέομαι
κυκλο-φορέομαι, sich im Kreise bewegen; τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας Arist. dc mund. 2; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκλο-φορέομαι, sich im Kreise bewegen; τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας Arist. dc mund. 2; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.