- κυκλαίνω
κυκλαίνω, abrunden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκλαίνω, abrunden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκλαίνω — (Α) [κύκλος] κάνω κάτι στρογγυλό … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek