γυιο-βαρής

γυιο-βαρής

γυιο-βαρής, ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεφαλοβαρής — κεφαλοβαρής, ές (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο βαρής, οινο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • λιποβαρής — ές ελλιπής κατά το βάρος, αυτός που το βάρος του είναι μικρότερο τού κανονικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βαρής (< βαρύς), πρβλ. γυιο βαρής, ισο βαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”