- ζυγο-κρούστης
ζυγο-κρούστης, ὁ, der mit der Wage betrügt, Artemid. 4, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγο-κρούστης, ὁ, der mit der Wage betrügt, Artemid. 4, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλοκρούστης — κεφαλοκρούστης, ὁ (Α) κρανοκολάπτης*. είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο κρούστης, κυμβαλο κρούστης] … Dictionary of Greek