γυιο-τακής

γυιο-τακής

γυιο-τακής, ές, Glieder schmelzend, allmälig abzehrend, πενίη Maced. 28 (VI, 30); mit hinschwindenden Gliedern, P. Sil. 41 (VI, 71).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατακυμοτακής — κατακυμοτακής, ές (Α) αυτός που γαληνεύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κῦμα + τακής < θ. τακ τού τήκω (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάκ ην), πρβλ. γυιο τακής, ψυχο τακής] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοτακής — ές, Α (κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τακής (< θ. τακ , πρβλ. ἐ τάκ ην, παθ. αόρ. β τού τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιο τακής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”