- ζυγο-στάτης
ζυγο-στάτης, ὁ, der Abwägende, Artemid. 2, 37 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγο-στάτης, ὁ, der Abwägende, Artemid. 2, 37 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγοστάτης — ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας) ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος αρχ. μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στατης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
ευστατώ — εὐστατῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στατώ (< στάτης < ίστημι), πρβλ. ζυγο στατώ, χορο στατώ] … Dictionary of Greek
ζυγοστάσιον — ζυγοστάσιον, τὸ (Α) 1. ο τόπος όπου γίνεται η ζυγοστασία, η ζύγιση 2. η ζυγοστασία 3. το έργο τού ζυγοστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στάσιον (< στάτης < ίστημι), πρβλ. ενοικιο στάσιον χοιρο στάσιον] … Dictionary of Greek
καλαμοστασία — καλαμοστασία, ἡ (Α) πάπ. η τοποθέτηση καλάμινων υποστηριγμάτων στα κλήματα τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + στασία (< στατης < ἵστημι), πρβλ. ζυγο στασία, ηλιο στασία] … Dictionary of Greek
κλιμακοστάσιο — το ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονο στάσιο, ζυγο στάσιο] … Dictionary of Greek