- ζυγο-στασία
ζυγο-στασία, ἡ, das Wägen, Tzetz. AH. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγο-στασία, ἡ, das Wägen, Tzetz. AH. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμοστασία — καλαμοστασία, ἡ (Α) πάπ. η τοποθέτηση καλάμινων υποστηριγμάτων στα κλήματα τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + στασία (< στατης < ἵστημι), πρβλ. ζυγο στασία, ηλιο στασία] … Dictionary of Greek