κυκνίας

κυκνίας

κυκνίας, ὁ. ἀετός, der weiße Adler, Schwanenadler, Paus. 8, 17, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυκνίας — κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας) είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν ος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας, κοχλ ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω τού λευκού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

  • κυκνίας — κυκνίᾱς , κυκνία fem acc pl κυκνίᾱς , κυκνία fem gen sg (attic doric aeolic) κυκνίᾱς , κυκνίας white eagle masc acc pl κυκνίᾱς , κυκνίας white eagle masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • τσυκνιάς — και τσικνιάς και τσουκνιάς και τσουκανιάς, ο, Ν ζωολ. γενική κοινή ονομασία ερωδιών τών γενών ardea, ardeola και egretta τής οικογένειας ardeidae, από τα οποία στη χώρα μας φωλιάζουν τα είδη Αrdea cinerea, κν. σταχτοτσικνιάς, Αrdea purpurea, κν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”