- κυκνο-γενής
κυκνο-γενής, ές, vom Schwan erzeugt, Helena, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκνο-γενής, ές, vom Schwan erzeugt, Helena, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκνογενής — κυκνογενής, ές (Μ) (επίθ. τής Ελένης) αυτός που είναι γεννημένος από κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, πυρι γενής] … Dictionary of Greek