ζυγικός

ζυγικός

ζυγικός, zur Wage gehörig, Arith. Theolg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγικός — ζυγικός, ή, όν (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζυγό, στη ζυγαριά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζυγικά η τέχνη ζυγίσματος τών σωμάτων …   Dictionary of Greek

  • ζυγικῶν — ζυγικός of fem gen pl ζυγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγικόν — ζυγικός of masc acc sg ζυγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγικοῖς — ζυγικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγικοῦ — ζυγικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγικῆς — ζυγικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”