- ζυγό-δεσμον
ζυγό-δεσμον, τό, = Folgdm, nur im plur., δίκης Agath. 62 (IX, 155); Ep. ad. 229 (IX, 741); Artemid. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγό-δεσμον, τό, = Folgdm, nur im plur., δίκης Agath. 62 (IX, 155); Ep. ad. 229 (IX, 741); Artemid. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλόδεσμον — κεφαλόδεσμον, τὸ (Α) κεφαλόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δεσμον (< δεσμόν < δέω (II) «δένω»), πρβλ. ζυγό δεσμον, σκελό δεσμον] … Dictionary of Greek