- προ-μετωπίδιος
προ-μετωπίδιος, vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; κέντρον, Ael. H. A. 14, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-μετωπίδιος, vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; κέντρον, Ael. H. A. 14, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστηθίδιος — ον, Α 1. ο πρόστερνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστηθίδιον κόσμημα τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στῆθος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. προ μετωπίδιος)] … Dictionary of Greek