- κυνό-λυκος
κυνό-λυκος, ὁ, Hundswolf, = κροκόττας, Ctes. Ind. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνό-λυκος, ὁ, Hundswolf, = κροκόττας, Ctes. Ind. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυκοθαρσής — και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, ές (Α) τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυ θαρσής, κυνο θαρσής] … Dictionary of Greek