- κυν-όδων
κυν-όδων, = κυνόδους, Epicharm. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-όδων, = κυνόδους, Epicharm. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνόδων — κυνόδων, οντος, ὁ (Α) ο κυνόδοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς] … Dictionary of Greek