- κυνό-γλωσσος
κυνό-γλωσσος, ὁ, ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII, 288 b u. 308 e. Vgl. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνό-γλωσσος, ὁ, ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII, 288 b u. 308 e. Vgl. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίγλωσσος — ον, Μ (για τον Ησαΐα, αλλά και για ρήτορες) αυτός που έχει γλώσσα που καίει σαν τη φωτιά, αυτός που ξεστομίζει φλογερά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. κυνό γλωσσος] … Dictionary of Greek
πυρσόγλωσσος — ον, Μ αυτός που έχει πύρινη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. κυνό γλωσσος] … Dictionary of Greek