κυψέλη

κυψέλη

κυψέλη, (vgl. κύπη), jede Höhlung, bes. die Ohrhöhle, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. κύφελλον. – Gefäß, Kasten, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνϑιοι κυψέλας, bes. geflochtener Bienenkorb, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, ἀγγεῖον εἰς ἀπόϑεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον ϑῆκαι φρονήσεως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυψέλη — any hollow vessel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλῃ — κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Κυψέλη — Sp Kipsèlė Ap Κυψέλη/Kypseli L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κυψέλη — η 1. μελισσοκόφινο, κουβέλι. 2. τόπος όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι: Το σχολειό έμοιαζε με κυψέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σφήνα (Κυψέλη) — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας …   Dictionary of Greek

  • κυψέλαι — κυψέλη any hollow vessel fem nom/voc pl κυψέλᾱͅ , κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελῶν — κυψέλη any hollow vessel fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλαις — κυψέλη any hollow vessel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλην — κυψέλη any hollow vessel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλης — κυψέλη any hollow vessel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”